Ένζυμα & προβιοτικά: απαραίτητα για την καλή πέψη

Τα κύτταρα για να μείνουν ζωντανά χρειάζονται τροφή στην οποία περιέχονται ένζυμα.

Με αυτό τον τρόπο μόνο μπορούν τα κύτταρα να λειτουργήσουν και να παράγουν ενέργεια την οποία εμείς τη χρησιμοποιούμε ως «καύσιμο» για τις ζωτικές μας λειτουργίες.

Τα ένζυμα είναι φυσικές ουσίες που επιταχύνουν και ρυθμίζουν μεταβολικές αντιδράσεις στο σώμα μας. Το κάθε ένζυμο έχει τη δική του λειτουργία και τη δική του αποστολή. Ο οργανισμός μας χρησιμοποιεί τα ένζυμα για διάφορες λειτουργίες, η σημαντικότερη όμως είναι η διαδικασία της πέψης.

Από τη στιγμή που η τροφή εισέρχεται στη στοματική μας κοιλότητα, ξεκινούν οι εκκρίσεις των πεπτικών ενζύμων, οι οποίες παράγονται από τους σιελογόνους αδένες, το στομάχι, το έντερο και το πάγκρεας, με αποτέλεσμα τα μεγάλα μόρια των πρωτεϊνών, των λιπών και των υδατανθράκων να διασπώνται σε μικρότερα.

Τα πεπτικά ένζυμα διακρίνονται σε πρωτεολυτικά, που διασπούν την πρωτεΐνη σε μικρότερα μόρια, έτοιμα για απορρόφηση, σε λιπάσες, διασπούν τα λίπη στα συστατικά τους – λιπαρά οξέα και γλυκερόλη, τα οποία απορροφώνται στο λεπτό έντερο και σε αμυλάσες που είναι τα κύρια ένζυμα που διασπούν τους υδατάνθρακες.

Ένα τελευταίο ένζυμο που διακρίνεται για τη σημαντική του λειτουργία είναι η λακτάση, που διασπά το σάκχαρο του γάλακτος, τη λακτόζη. Να σημειώσουμε σε αυτό το σημείο ότι είναι προτιμότερο να καταναλώνουμε νερό 30 λεπτά πριν την έναρξη του γεύματος και 60 λεπτά μετά τη λήξη. Έτσι η πέψη και η απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών γίνεται πιο σωστά.

Η έλλειψη ενζύμου σημαίνει ανολοκλήρωτη πέψη όλων των παραπάνω που αναφέραμε. Συνεπώς, η μη σωστή διάσπαση πρωτεϊνών μπορεί να προκαλέσει διάφορες αλλεργίες, ακόμα και καρκίνο του εντέρου. Μια μερική πέψη λιπών επηρεάζει την ισορροπία υγρών στον πεπτικό σωλήνα και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αφυδάτωση και δυσμενείς μεταβολές λιπιδίων στο αίμα.

Τα χαμηλά επίπεδα λακτάσης, η οποία διασπά το γάλα, είναι ένα σπάνιο αλλά σημαντικό αίτιο πρόκλησης οξείας διάρροιας στα παιδιά, όταν καταναλώνουν αγελαδινό γάλα.

Επίσης ανεπάρκεια λακτάσης μπορεί να παρατηρηθεί μετά από κάποιες εντερικές διαταραχές όπως η γαστρεντερίτιδα, συνεπώς η κατανάλωση γάλακτος μπορεί να προκαλέσει διάρροια για πολλούς μήνες μετά την αρρώστια.

Ένα άλλο βασικό συστατικό για την διαδικασία πέψης είναι η κατανάλωση των προβιοτικών. Τα προβιοτικά, που βρίσκονται κυρίως στα γαλακτοκομικά τρόφιμα, είναι ζωντανοί  μικροοργανισμοί που επιβιώνουν κατά τη διάρκεια της πέψης και στη συνέχεια περνούν στο έντερο, όπου εκεί προσφέρουν πολλές ‘’ευεργετικές υπηρεσίες’’ στον οργανισμό μας.

Λοιμώξεις ή αντιβιοτικά που χρησιμοποιούμε για αυτές, μπορούν να διαταράξουν την ισορροπία βακτηρίων, με αποτέλεσμα αυτό να οδηγήσει στη δυσβίωση.

Όταν  μιλάμε για ‘’δυσβίωση’’ εννοούμε την αλλοίωση της ισορροπίας της βακτηριδιακής χλωρίδας του εντέρου. Μια κακή λειτουργία του εντέρου που μπορεί να προκαλέσει αυτή την αλλοίωση, έχει σαν αποτέλεσμα οι ίδιοι οι μικροοργανισμοί να γίνονται επιβλαβείς.

Το να δίνουμε λοιπόν δευτερεύουσα σημασία στη λειτουργικότητα του εντέρου είναι πολύ επικίνδυνο. Υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στη δραστηριότητα των βακτηριδίων και της κινητικότητας του εντέρου. Σε περίπτωση δυσκοιλιότητας, για παράδειγμα, τα κόπρανα γίνονται πολύ ξηρά , εξαιτίας της ελλιπούς απορρόφησης του νερού από το παχύ έντερο, με αποτέλεσμα να εξαφανιστούν οι γαλακτοβάκιλλοι.

Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι μόλις διαπιστώσουμε κάποια δυσλειτουργία του εντέρου, πρέπει να καταφύγουμε αμέσως στην ανίχνευση του προβλήματός μας, γιατί οι συνέπειες είναι μεγάλες αν ο οργανισμός μας οδηγηθεί στη λεγόμενη ‘’δυσβίωση’’.

Για να προληφθεί όμως κάτι τέτοιο μπορούμε να αλλάξουμε, όσο αυτό είναι εφικτό, τις διατροφικές μας συνήθειες. Aναλυτικότερα, για την πρόσληψη προβιοτικών είναι καλό να εντάξουμε στην καθημερινή μας διατροφή γαλακτοκομικά προϊόντα όπως γιαούρτι, γάλα, κεφίρ και ξινόγαλα, επίσης ξινό λάχανο, αλλαντικά με ελαιόλαδο, πίκλες και κρασί.

Προς την ίδια κατεύθυνση, δηλαδή για την καλή λειτουργία του εντέρου και τον έλεγχο του βάρους μας, πρέπει να εστιάσουμε στην εφαρμογή της μεσογειακής διατροφής που είναι πλούσια σε φυτικές ίνες. Τέλος η  πρόσληψη επιπλέον προβιοτικών μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω πολυβιταμινούχων συμπληρωμάτων διατροφής.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *